- καιρικῶν
- καιρικόςtimelymasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κακοσύνη — η (Μ κακοσύνη) μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία νεοελλ. 1. κακία, έχθρα 2. οργή, θυμός μσν. 1. κακό, κακή πράξη 2. σωματική κάκωση, κακοποίηση 3. κακοτυχία 4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κλιματοθεραπεία — Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική… … Dictionary of Greek
μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… … Dictionary of Greek
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
ραδιομετεωρολογία — η, Ν (μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής κατώτερης ατμόσφαιρας με τη βοήθεια ραδιοηλεκτρικών μέσων, καθώς και τών επιδράσεων τών διαφόρων καιρικών στοιχείων στα ραδιοηλεκτρικά κύματα, ενώ τα αποτελέσματά … Dictionary of Greek
σημαλέος — Επίκληση του Δία στην αρχαία Αττική. Ο βωμός του Σ. Δ. βρισκόταν σε κορυφή της Πάρνηθας, που φαινόταν από την Ακρόπολη. Από εκεί, οι Πυθαϊστές που βρίσκονταν στην Αθήνα, παρατηρώντας διάφορα «σημάδια», έκαναν προγνωστικά των καιρικών συνθηκών,… … Dictionary of Greek
χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… … Dictionary of Greek
αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek